καθυπερτίθεμαι — (Μ) βρίσκομαι, τοποθετούμαι πάνω από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ τίθεμαι «τοποθετούμαι από πάνω»] … Dictionary of Greek
προπερίκειμαι — Α τοποθετούμαι ολόγυρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περίκειμαι «τοποθετούμαι ολόγυρα»] … Dictionary of Greek
συμπεριίσταμαι — Α τοποθετούμαι ολόγυρα μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιίσταμαι «τοποθετούμαι ολόγυρα»] … Dictionary of Greek
ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… … Dictionary of Greek
αμφίστημι — ἀμφίστημι (Α) 1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα 2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα 3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)* + ἵστημι] … Dictionary of Greek
αμφιδινέομαι — ἀμφιδινέομαι (Α) (μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινέομαι «περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
αμφιπεριστέφομαι — ἀμφιπεριστέφομαι (Α) τοποθετούμαι ολόγυρα σαν στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι * + περιστέφω] … Dictionary of Greek
αμφιτίθημι — ἀμφιτίθημι (Α) Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω ΙΙ μέσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τίθημι] … Dictionary of Greek
αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… … Dictionary of Greek
ανταγωνίζομαι — (Α ἀνταγωνίζομαι) 1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου 2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι αρχ. 1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου 2. είμαι αντίδικος κάποιου 3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι 4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου,… … Dictionary of Greek